-
1 менять
менять αλλάζω· \менять место αλλάζω θέση* \менять одежду αλλάζω ρούχα· \менять деньги χαλνώ χρήματα, κάνω ψιλά (разменивать)' αλλάζω χρήματα (обменивать одну денежную единицу на другую) \меняться 1) αλλάζω 2) ( чём-л.) ανταλλάζω, κάνω ανταλλαγή* * *меня́ть ме́сто — αλλάζω θέση
меня́ть оде́жду — αλλάζω ρούχα
меня́ть де́ньги — χαλνώ χρήματα, κάνω ψιλά ( разменивать); αλλάζω χρήματα ( обменивать одну денежную единицу на другую)
-
2 меняться
1) αλλάζω2) (чем-л.) ανταλλάζω, κάνω ανταλλαγή -
3 меняться
менять||ся1. (изменяться) ἀλλάζω (άμετ.), μεταβάλλομαι:\менятьсяся в лице ἀλλάζει τό πρόσωπο μου (или ἡ δψη μου), ἀλλάζω ἐκφραση· \менятьсяся к лу́чшему πηγαίνω καλλίτερα, ἀλλάζω προς τό καλλίτερο·2. (обмениваться) ἀνταλλάζω, κάνω ἀνταλλαγή. -
4 обмениваться
обмен||иватьсяκάνω ἀνταλλαγή, ἀνταλλάσσω, ἀλλάζω (άμετ.):\обмениватьсяиваться письмами ἀνταλλάσσουμε ἐπιστολές· \обмениватьсяиваться приветствиями ἀνταλλάσσουμε χαιρετιστήρια. -
5 обмениваться
[αμπμιένιβατ'σα] ρ. κάνω ανταλλαγή -
6 обмениваться
[αμπμιένιβατ'σα] ρ κάνω ανταλλαγή -
7 обменять
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обмнянный, βρ: -нян, -а, -оανταλλάσσω, αλλάζω• διαμείβω κάνω ανταλλαγή, τράμπα•вещи на пщеницу ανταλλάσσω πράγματα με. σιτάρι.
|| αλλάζω τυχαία, άθελα.ανταλλάσσω• αλλάζω•обменять пленными ανταλλάσσω αιχμαλώτους•
обменять книгами ανταλλάσσομε βιβλία•
фотографиями ανταλλάσσομε φωτογραφίες•
нотами ανταλλάσσομε διακοινώσεις•
обменять опытом ανταλλάσσομε πείρα•
обменять мнениями ανταλλάσσομε γνώμες•
обменять поклонами αλληλούποκλινόμαστε•
приветствиями ανταλλάσσομε χαιρετισμό, αλ-ληλοχαιρετιζόμαστε•
обменять выстрелами ανταλλάσσομε πυροβολισμούς•
обменять кольцами αλλάζομε δαχτυλίδια (αρραβωνιαζόμαστε)•
обменять впечатлния-ми ανταλλάσσομε εντυπώσεις•
обменять взглядами ανταλλάσσομε απόψεις.
-
8 опыт
-а α.1. πείρα•обмен -ом ανταλλαγή πείρας•
жизненный опыт η πείρα της ζωής•
административный опыт διοικητική πείρα•
военный опыт στρατιωτική πείρα•
личный опыт προσωπική πείρα•
по -у από πείρα•
по собственному -у εξ ιδίας πείρας•
наученный горьким -ом διδαγμένος από την πικρή πείρα.
2. (φιλοσ.) εμπειρία•чувственный опыт αισθησιακή εμπειρία.
3. πείραμα•производить физические -ы κάνω πειράματα φυσικής.
4. δοκιμή, πρόβα. || δοκιμασία•это его первый опыт αυτό είναι η πρώτη του δοκιμασία.
См. также в других словарях:
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek
ανταλλάσσω — (AM ἀνταλλάσσω κ. ἀνταλλάττω) κάνω ανταλλαγή αρχ. Ι. μέσ. 1. παίρνω σε αντικατάσταση άλλου, παίρνω κάτι σαν αντάλλαγμα 2. «θάνατον ἀνταλλάσσομαι» τιμωρούμαι με θάνατο 3. υιοθετώ τον τρόπο κάποιου και εκείνος τον δικό μου II. φρ. «τὴν εἰωθυῑαν… … Dictionary of Greek
προσφέρω — ΝΜΑ, και προσφέρνω Ν, και δωρ. τ. ποτιφέρω Α [φέρω] 1. δίνω κάτι ευγενικά ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω (α. «η εταιρεία τού προσέφερε για τις υπηρεσίες του ένα ταξίδι» β. «καὶ δῶρα... χρυσοῡ τε καὶ ἀργύρου προσεφέρετο», Θουκ.) 2. (σχετικά με έδεσμα ή… … Dictionary of Greek
χέρι — Το ακρότατο τμήμα του επάνω άκρου· ο σκελετός του αποτελείται από 27 οστά, 8 από τα οποία (ονομάζονται μικρά οστά του χ. ή καρπός), βρίσκονται διατεταγμένα σε δυο σειρές και συμμετέχουν από τη μια μεριά στην άρθρωση του καρπού, ενώ από την άλλη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
αμείβω — (Α ἀμείβω) 1. παρέχω αντιμισθία, πληρώνω την αμοιβή για κάποια εργασία 2. (με ηθική σημασία) παρέχω ηθική αμοιβή ως πληρωμή για προσφερόμενη υπηρεσία, ανταμείβω, ανταποδίδω αρχ. Ι ενεργ. 1. δίνω ως αντάλλαγμα 2. παίρνω ως αντάλλαγμα 3. (για τόπο) … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
συνεννοώ — συνεννοῶ, έω, ΝΜΑ νεοελλ. (μόνο το μέσ.) συνεννοούμαι α) καταλήγω σε κοινή απόφαση με κάποιον ύστερα από ανταλλαγή σκέψεων β) ανταλλάσσω σκέψεις («συνεννοούνται ακόμη και δεν είναι γνωστό πότε θα συμφωνήσουν») γ) κατανοώ κάποιον που και αυτός μέ… … Dictionary of Greek